- αφιλόλογος
- ἀφιλόλογος -ον (AM)μσν.αυτός που δεν αγαπά τον λόγο, που δεν δέχεται κάτι λογικόαρχ.αυτός που δεν αγαπά τη φιλολογία, τη γνώση της λογοτεχνίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφιλόλογοι — ἀφιλόλογος without love for learning lilerature masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)